κατοχᾶς

κατοχᾶς
κατοχεύς
holder
masc acc pl
κατοχή
holding fast
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατοχάς — κατοχά̱ς , κατοχή holding fast fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοχή — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 2.890 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 22 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινιάδων. Σε κοντινή απόσταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”